Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
παράτιμον
παράτιτλον
παρατιτρώσκω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
View word page
παρατμίζω
fumigate
ShortDef
fumigate
Debugging
Headword:
παρατμίζω
Headword (normalized):
παρατμίζω
Headword (normalized/stripped):
παρατμιζω
IDX:
66348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66349
Key:
Data
{'content': 'fumigate'}