Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
παράτιμον
παράτιτλον
παρατιτρώσκω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτονος
View word page
παρατίλτρια
female slave who plucked the hairs

ShortDef

female slave who plucked the hairs

Debugging

Headword:
παρατίλτρια
Headword (normalized):
παρατίλτρια
Headword (normalized/stripped):
παρατιλτρια
IDX:
66343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66344
Key:

Data

{'content': 'female slave who plucked the hairs'}