Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
παράτιμον
παράτιτλον
παρατιτρώσκω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
View word page
παρατίλλω
to pluck the hair off

ShortDef

to pluck the hair off

Debugging

Headword:
παρατίλλω
Headword (normalized):
παρατίλλω
Headword (normalized/stripped):
παρατιλλω
IDX:
66341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66342
Key:

Data

{'content': 'to pluck the hair off'}