Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
παράτιμον
παράτιτλον
παρατιτρώσκω
παρατμίζω
View word page
παρατηρητής
observer

ShortDef

observer

Debugging

Headword:
παρατηρητής
Headword (normalized):
παρατηρητής
Headword (normalized/stripped):
παρατηρητης
IDX:
66338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66339
Key:

Data

{'content': 'observer'}