Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
View word page
παρατηρέω
to watch closely, observe narrowly, to watch one's opportunity
ShortDef
to watch closely, observe narrowly, to watch one's opportunity
Debugging
Headword:
παρατηρέω
Headword (normalized):
παρατηρέω
Headword (normalized/stripped):
παρατηρεω
IDX:
66334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66335
Key:
Data
{'content': "to watch closely, observe narrowly, to watch one's opportunity"}