Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
View word page
παρατεχνολογέω
introduce incidentally

ShortDef

introduce incidentally

Debugging

Headword:
παρατεχνολογέω
Headword (normalized):
παρατεχνολογέω
Headword (normalized/stripped):
παρατεχνολογεω
IDX:
66333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66334
Key:

Data

{'content': 'introduce incidentally'}