Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατήρησις
παρατηρητέον
παρατηρητής
παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
View word page
παρατετηρημένως
carefully
ShortDef
carefully
Debugging
Headword:
παρατετηρημένως
Headword (normalized):
παρατετηρημένως
Headword (normalized/stripped):
παρατετηρημενως
IDX:
66332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66333
Key:
Data
{'content': 'carefully'}