Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατήρησις
παρατηρητέον
View word page
παρατελευτάω
to be penultimate

ShortDef

to be penultimate

Debugging

Headword:
παρατελευτάω
Headword (normalized):
παρατελευτάω
Headword (normalized/stripped):
παρατελευταω
IDX:
66327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66328
Key:

Data

{'content': 'to be penultimate'}