Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
παρατήρησις
View word page
παρατελευταῖος
penultimate
ShortDef
penultimate
Debugging
Headword:
παρατελευταῖος
Headword (normalized):
παρατελευταῖος
Headword (normalized/stripped):
παρατελευταιος
IDX:
66326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66327
Key:
Data
{'content': 'penultimate'}