Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
παρατήρημα
View word page
παρατεκταίνομαι
to work into another form

ShortDef

to work into another form

Debugging

Headword:
παρατεκταίνομαι
Headword (normalized):
παρατεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
παρατεκταινομαι
IDX:
66325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66326
Key:

Data

{'content': 'to work into another form'}