Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
παρατεχνολογέω
παρατηρέω
View word page
παρατείχισμα
a wall built beside

ShortDef

a wall built beside

Debugging

Headword:
παρατείχισμα
Headword (normalized):
παρατείχισμα
Headword (normalized/stripped):
παρατειχισμα
IDX:
66324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66325
Key:

Data

{'content': 'a wall built beside'}