Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατεταμένως
παρατετηρημένως
View word page
παρατείνω
to stretch out along

ShortDef

to stretch out along

Debugging

Headword:
παρατείνω
Headword (normalized):
παρατείνω
Headword (normalized/stripped):
παρατεινω
IDX:
66322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66323
Key:

Data

{'content': 'to stretch out along'}