Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
παρατελωνέομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
View word page
παρατατικός
extending, continuing

ShortDef

extending, continuing

Debugging

Headword:
παρατατικός
Headword (normalized):
παρατατικός
Headword (normalized/stripped):
παρατατικος
IDX:
66320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66321
Key:

Data

{'content': 'extending, continuing'}