Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατελευταῖος
παρατελευτάω
View word page
παραταράσσω
confuse, confound

ShortDef

confuse, confound

Debugging

Headword:
παραταράσσω
Headword (normalized):
παραταράσσω
Headword (normalized/stripped):
παραταρασσω
IDX:
66317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66318
Key:

Data

{'content': 'confuse, confound'}