Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
παρατειχίζω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
View word page
παρατάνυσμα
anything stretched out, covering
ShortDef
anything stretched out, covering
Debugging
Headword:
παρατάνυσμα
Headword (normalized):
παρατάνυσμα
Headword (normalized/stripped):
παρατανυσμα
IDX:
66315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66316
Key:
Data
{'content': 'anything stretched out, covering'}