Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
παραταυτότης
παρατείνω
View word page
παρασωρεύω
heap beside
ShortDef
heap beside
Debugging
Headword:
παρασωρεύω
Headword (normalized):
παρασωρεύω
Headword (normalized/stripped):
παρασωρευω
IDX:
66312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66313
Key:
Data
{'content': 'heap beside'}