Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
παρατατικός
View word page
παρασχοίνισμα
cord drawn beside

ShortDef

cord drawn beside

Debugging

Headword:
παρασχοίνισμα
Headword (normalized):
παρασχοίνισμα
Headword (normalized/stripped):
παρασχοινισμα
IDX:
66310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66311
Key:

Data

{'content': 'cord drawn beside'}