Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
παρατάσσω
View word page
παρασχοινίζω
fence off with lines

ShortDef

fence off with lines

Debugging

Headword:
παρασχοινίζω
Headword (normalized):
παρασχοινίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασχοινιζω
IDX:
66309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66310
Key:

Data

{'content': 'fence off with lines'}