Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
ἀνατομικός
ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
View word page
ἀνατολμάω
to regain courage
ShortDef
to regain courage
Debugging
Headword:
ἀνατολμάω
Headword (normalized):
ἀνατολμάω
Headword (normalized/stripped):
ανατολμαω
IDX:
6630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6631
Key:
Data
{'content': 'to regain courage'}