Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
παράτασις
View word page
παρασχιστικός
pertaining to a παρασχιστής I

ShortDef

pertaining to a παρασχιστής I

Debugging

Headword:
παρασχιστικός
Headword (normalized):
παρασχιστικός
Headword (normalized/stripped):
παρασχιστικος
IDX:
66308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66309
Key:

Data

{'content': 'pertaining to a παρασχιστής I'}