Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
παραταράσσω
View word page
παρασχιστής
one who rips up lengthwise
ShortDef
one who rips up lengthwise
Debugging
Headword:
παρασχιστής
Headword (normalized):
παρασχιστής
Headword (normalized/stripped):
παρασχιστης
IDX:
66307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66308
Key:
Data
{'content': 'one who rips up lengthwise'}