Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
παράταξις
View word page
παρασχίζω
to rip up lengthwise, slit up

ShortDef

to rip up lengthwise, slit up

Debugging

Headword:
παρασχίζω
Headword (normalized):
παρασχίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασχιζω
IDX:
66306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66307
Key:

Data

{'content': 'to rip up lengthwise, slit up'}