Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
παρασωρεύω
παραταγή
παραταιναρίζω
παρατάνυσμα
View word page
παρασχίδες
splinters

ShortDef

splinters

Debugging

Headword:
παρασχίδες
Headword (normalized):
παρασχίδες
Headword (normalized/stripped):
παρασχιδες
IDX:
66305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66306
Key:

Data

{'content': 'splinters'}