Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
Παρασώπιος
View word page
παρασχετέον
one must impart

ShortDef

one must impart

Debugging

Headword:
παρασχετέον
Headword (normalized):
παρασχετέον
Headword (normalized/stripped):
παρασχετεον
IDX:
66301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66302
Key:

Data

{'content': 'one must impart'}