Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
παρασχοινίζω
παρασχοίνισμα
View word page
παράσχεσις
furnishing, provision

ShortDef

furnishing, provision

Debugging

Headword:
παράσχεσις
Headword (normalized):
παράσχεσις
Headword (normalized/stripped):
παρασχεσις
IDX:
66300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66301
Key:

Data

{'content': 'furnishing, provision'}