Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
παρασχιστικός
View word page
παρασχάζω
lance, prick

ShortDef

lance, prick

Debugging

Headword:
παρασχάζω
Headword (normalized):
παρασχάζω
Headword (normalized/stripped):
παρασχαζω
IDX:
66298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66299
Key:

Data

{'content': 'lance, prick'}