Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
παρασχιστής
View word page
παράσφυρος
with diseased fetlocks

ShortDef

with diseased fetlocks

Debugging

Headword:
παράσφυρος
Headword (normalized):
παράσφυρος
Headword (normalized/stripped):
παρασφυρος
IDX:
66297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66298
Key:

Data

{'content': 'with diseased fetlocks'}