Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
παρασχίδες
παρασχίζω
View word page
παρασφύριος
beside, near the ankles

ShortDef

beside, near the ankles

Debugging

Headword:
παρασφύριος
Headword (normalized):
παρασφύριος
Headword (normalized/stripped):
παρασφυριος
IDX:
66296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66297
Key:

Data

{'content': 'beside, near the ankles'}