Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
παρασχηματισμός
View word page
παρασφραγίζω
set a seal upon

ShortDef

set a seal upon

Debugging

Headword:
παρασφραγίζω
Headword (normalized):
παρασφραγίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασφραγιζω
IDX:
66294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66295
Key:

Data

{'content': 'set a seal upon'}