Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
παρασχηματίζω
View word page
παρασφίγγω
bind up with

ShortDef

bind up with

Debugging

Headword:
παρασφίγγω
Headword (normalized):
παρασφίγγω
Headword (normalized/stripped):
παρασφιγγω
IDX:
66293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66294
Key:

Data

{'content': 'bind up with'}