Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
παρασχετέον
παρασχηματιαῖον
View word page
παρασφηνόω
wedge in
ShortDef
wedge in
Debugging
Headword:
παρασφηνόω
Headword (normalized):
παρασφηνόω
Headword (normalized/stripped):
παρασφηνοω
IDX:
66292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66293
Key:
Data
{'content': 'wedge in'}