Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
παράσχεσις
View word page
παρασφάλλω
to make an arrow glance aside
ShortDef
to make an arrow glance aside
Debugging
Headword:
παρασφάλλω
Headword (normalized):
παρασφάλλω
Headword (normalized/stripped):
παρασφαλλω
IDX:
66290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66291
Key:
Data
{'content': 'to make an arrow glance aside'}