Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
παρασχεδόν
View word page
παρασφάλισμα
bond, security

ShortDef

bond, security

Debugging

Headword:
παρασφάλισμα
Headword (normalized):
παρασφάλισμα
Headword (normalized/stripped):
παρασφαλισμα
IDX:
66289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66290
Key:

Data

{'content': 'bond, security'}