Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
ἀνατομικός
ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
View word page
ἀνατολή
a rising, rise; sunrise, East

ShortDef

a rising, rise; sunrise, East

Debugging

Headword:
ἀνατολή
Headword (normalized):
ἀνατολή
Headword (normalized/stripped):
ανατολη
IDX:
6628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6629
Key:

Data

{'content': 'a rising, rise; sunrise, East'}