Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασυνήθως
παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
παρασφύριος
παράσφυρος
παρασχάζω
View word page
παρασφαλίζω
fortify next in order

ShortDef

fortify next in order

Debugging

Headword:
παρασφαλίζω
Headword (normalized):
παρασφαλίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασφαλιζω
IDX:
66288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66289
Key:

Data

{'content': 'fortify next in order'}