Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
παρασφραγισμός
View word page
παρασφαγίς
the part near the throat

ShortDef

the part near the throat

Debugging

Headword:
παρασφαγίς
Headword (normalized):
παρασφαγίς
Headword (normalized/stripped):
παρασφαγις
IDX:
66285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66286
Key:

Data

{'content': 'the part near the throat'}