Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασυναπτικός
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
παρασφραγίζω
View word page
παρασύρω
to sweep away, carry away

ShortDef

to sweep away, carry away

Debugging

Headword:
παρασύρω
Headword (normalized):
παρασύρω
Headword (normalized/stripped):
παρασυρω
IDX:
66284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66285
Key:

Data

{'content': 'to sweep away, carry away'}