Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασύναξις
παρασυναπτικός
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
παρασφάλλω
παρασφήνιον
παρασφηνόω
παρασφίγγω
View word page
παράσυρμα
excoriation

ShortDef

excoriation

Debugging

Headword:
παράσυρμα
Headword (normalized):
παράσυρμα
Headword (normalized/stripped):
παρασυρμα
IDX:
66283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66284
Key:

Data

{'content': 'excoriation'}