Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασυμβάλλομαι
παρασύμβαμα
παρασυνάγχη
παρασυναγωγή
παρασύναξις
παρασυναπτικός
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
παρασφάλισμα
View word page
παρασύνθετος
formed from a compound

ShortDef

formed from a compound

Debugging

Headword:
παρασύνθετος
Headword (normalized):
παρασύνθετος
Headword (normalized/stripped):
παρασυνθετος
IDX:
66279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66280
Key:

Data

{'content': 'formed from a compound'}