Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασυλλογιστικός
παρασυμβάλλομαι
παρασύμβαμα
παρασυνάγχη
παρασυναγωγή
παρασύναξις
παρασυναπτικός
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
παρασφαλής
παρασφαλίζω
View word page
παρασυνήθως
in a manner contrary to custom
ShortDef
in a manner contrary to custom
Debugging
Headword:
παρασυνήθως
Headword (normalized):
παρασυνήθως
Headword (normalized/stripped):
παρασυνηθως
IDX:
66278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66279
Key:
Data
{'content': 'in a manner contrary to custom'}