Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασυκοφαντέω
παρασυλλέγομαι
παρασυλλογιστικός
παρασυμβάλλομαι
παρασύμβαμα
παρασυνάγχη
παρασυναγωγή
παρασύναξις
παρασυναπτικός
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
παρασύνθετος
παρασύνθημα
παρασυνίσταμαι
παρασυρίζω
παράσυρμα
παρασύρω
παρασφαγίς
παρασφάζω
View word page
παρασυνεργός
counteracting
ShortDef
counteracting
Debugging
Headword:
παρασυνεργός
Headword (normalized):
παρασυνεργός
Headword (normalized/stripped):
παρασυνεργος
IDX:
66276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66277
Key:
Data
{'content': 'counteracting'}