Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραστρόγγυλος
παραστροφή
παραστύφω
παρασυγγραφέω
παρασυγχέω
παρασυγχωρέω
παρασυζεύγνυμι
παρασυκοφαντέω
παρασυλλέγομαι
παρασυλλογιστικός
παρασυμβάλλομαι
παρασύμβαμα
παρασυνάγχη
παρασυναγωγή
παρασύναξις
παρασυναπτικός
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
παρασυνήθως
παρασύνθετος
View word page
παρασυμβάλλομαι
to be compared, to be like
ShortDef
to be compared, to be like
Debugging
Headword:
παρασυμβάλλομαι
Headword (normalized):
παρασυμβάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
παρασυμβαλλομαι
IDX:
66269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66270
Key:
Data
{'content': 'to be compared, to be like'}