Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
ἀνατομικός
ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
View word page
ἀνατοκισμός
compound interest

ShortDef

compound interest

Debugging

Headword:
ἀνατοκισμός
Headword (normalized):
ἀνατοκισμός
Headword (normalized/stripped):
ανατοκισμος
IDX:
6626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6627
Key:

Data

{'content': 'compound interest'}