Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράστρεμμα
παραστρέφω
παραστρόγγυλος
παραστροφή
παραστύφω
παρασυγγραφέω
παρασυγχέω
παρασυγχωρέω
παρασυζεύγνυμι
παρασυκοφαντέω
παρασυλλέγομαι
παρασυλλογιστικός
παρασυμβάλλομαι
παρασύμβαμα
παρασυνάγχη
παρασυναγωγή
παρασύναξις
παρασυναπτικός
παρασυνάπτομαι
παρασυνεργός
παρασύνεσις
View word page
παρασυλλέγομαι
to assemble with others

ShortDef

to assemble with others

Debugging

Headword:
παρασυλλέγομαι
Headword (normalized):
παρασυλλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
παρασυλλεγομαι
IDX:
66267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66268
Key:

Data

{'content': 'to assemble with others'}