Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραστείχω
παραστέλλω
παραστενάχομαι
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
παραστιχίς
παραστορέννυμι
παραστοχάζομαι
παράστραβος
παραστρατεύομαι
παραστρατηγέω
παραστρατηγία
παραστρατοπεδεύω
παράστρεμμα
παραστρέφω
παραστρόγγυλος
παραστροφή
παραστύφω
παρασυγγραφέω
View word page
παράστραβος
with a slight squint

ShortDef

with a slight squint

Debugging

Headword:
παράστραβος
Headword (normalized):
παράστραβος
Headword (normalized/stripped):
παραστραβος
IDX:
66252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66253
Key:

Data

{'content': 'with a slight squint'}