Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
παραστενάχομαι
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
παραστιχίς
παραστορέννυμι
παραστοχάζομαι
παράστραβος
παραστρατεύομαι
παραστρατηγέω
παραστρατηγία
παραστρατοπεδεύω
παράστρεμμα
παραστρέφω
παραστρόγγυλος
παραστροφή
View word page
παραστορέννυμι
to lay flat, lay low

ShortDef

to lay flat, lay low

Debugging

Headword:
παραστορέννυμι
Headword (normalized):
παραστορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
παραστορεννυμι
IDX:
66250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66251
Key:

Data

{'content': 'to lay flat, lay low'}