Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
παραστενάχομαι
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
παραστιχίς
παραστορέννυμι
παραστοχάζομαι
παράστραβος
παραστρατεύομαι
παραστρατηγέω
παραστρατηγία
παραστρατοπεδεύω
παράστρεμμα
View word page
παραστίζω
prick, mark
ShortDef
prick, mark
Debugging
Headword:
παραστίζω
Headword (normalized):
παραστίζω
Headword (normalized/stripped):
παραστιζω
IDX:
66247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66248
Key:
Data
{'content': 'prick, mark'}