Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
παραστενάχομαι
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
παραστιχίς
παραστορέννυμι
παραστοχάζομαι
παράστραβος
View word page
παραστείχω
to go past, pass by

ShortDef

to go past, pass by

Debugging

Headword:
παραστείχω
Headword (normalized):
παραστείχω
Headword (normalized/stripped):
παραστειχω
IDX:
66242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66243
Key:

Data

{'content': 'to go past, pass by'}