Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
παραστενάχομαι
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
παραστιχίς
παραστορέννυμι
View word page
παραστεγάζω
roof in

ShortDef

roof in

Debugging

Headword:
παραστεγάζω
Headword (normalized):
παραστεγάζω
Headword (normalized/stripped):
παραστεγαζω
IDX:
66240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66241
Key:

Data

{'content': 'roof in'}