Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
παραστενάχομαι
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
παραστιχίς
View word page
παρασταυρόω
enclose by palisades

ShortDef

enclose by palisades

Debugging

Headword:
παρασταυρόω
Headword (normalized):
παρασταυρόω
Headword (normalized/stripped):
παρασταυροω
IDX:
66239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66240
Key:

Data

{'content': 'enclose by palisades'}